- στρυφνότητα
- [-ης (-ητος)] η1) малопонятность, вычурность (стиля); 2) сварливость, ворчливость; строптивость; вздорность; 3) уст. терпкость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στρυφνότητα — η / στρυφνότης, ητος, ΝΜΑ [στρυφνός] η ιδιότητα τού στρυφνού, δριμεία, στυφή γεύση νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) δυστροπία, παραξενιά, αναποδιά β) (για λεκτικό ύφος) το να είναι στρυφνό, ακατανόητο αρχ. 1. αυστηρότητα τού τρόπου ζωής 2.φρ.… … Dictionary of Greek
στρυφνότητα — η το να είναι κάτι στρυφνό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρυφνότητα — στρυφνότης rough fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστροπία — και δυστροπιά, η (AM δυστροπία) η ιδιότητα τού δύστροπου, ιδιοτροπία, στρυφνότητα τού χαρακτήρα νεοελλ. απροθυμία, αποφυγή … Dictionary of Greek
ζοχάδα — η και πληθ. ζοχάδες, οι 1. αιμορροΐδα* 2. ιδιοτροπία, νευρική υπερδιέγερση, δυστροπία, στρυφνότητα τού χαρακτήρα («σήμερα είναι στις ζοχάδες του») 3. (για πρόσ.) ζοχαδιακός, οχληρός, ενοχλητικός («αυτός μού έχει γίνει ζοχάδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ … Dictionary of Greek
ιδιοτροπία — η (Α ἰδιοτροπία) [ιδιότροπος] 1. η ιδιότητα τού ιδιότροπου, η ιδιορρυθμία, η ιδιοτυπία 2. δυστροπία, παραξενιά, στρυφνότητα αρχ. 1. ιδιαίτερος τρόπος 2. ιδιοσυγκρασία … Dictionary of Greek
κακοριζικιά — και κακορ[ρ]ιζικιά η (Μ κακορ(ρ)ιζικιά) [κακορ(ρ)ίζικος] ατυχία, δυστυχία, γρουσουζιά, αθλιότητα, μιζέρια νεοελλ. στρυφνότητα χαρακτήρα, δυστροπία, ιδιοτροπία μσν. κακούργημα … Dictionary of Greek
κακοτροπία — η (Α κακοτροπία) [κακότροπος] 1. κακός τρόπος, κακή ανατροφή 2. στρυφνότητα, δυστροπία, ιδιοτροπία αρχ. κακία, πανουργία … Dictionary of Greek
στριφνότης — ητος, ἡ, Α [στριφνός] μτφ. (για λόγο) στρυφνότητα … Dictionary of Greek
στρυφνός — ή, ό / στρυφνός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (κυρίως για χυμό) αυτός που προκαλεί σύσπαση τών μυών τού στόματος λόγω τής δριμείας γεύσης του, στυφός («ὀξέα και δριμέα καὶ στρυφνά», Ξεν.) 2. μτφ. (για πρόσ.) δύστροπος νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) περίπλοκος,… … Dictionary of Greek
τζαναμπετιά — η, Ν [τζαναμπέτης] 1. δυστροπία, στρυφνότητα χαρακτήρα 2. ενέργεια που φανερώνει δύστροπο άνθρωπο 3. πονηριά … Dictionary of Greek